- εἰδοποιίᾳ
- εἰδοποιΐαι , εἰδοποιίαformationfem nom/voc plεἰδοποιΐᾱͅ , εἰδοποιίαformationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰδοποιία — εἰδοποιΐᾱ , εἰδοποιία formation fem nom/voc/acc dual εἰδοποιΐᾱ , εἰδοποιία formation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδοποιία — η (Α εἰδοποιΐα) νεοελλ. η παραγωγή νέου κινητού πράγματος με επεξεργασία ή μετάπλαση υλικού που ανήκει σε άλλον αρχ. 1. διαμόρφωση, κατασκευή 2. ειδική μορφή 3. (φιλοσ.) η παραγωγή ειδών ή μορφών 4. (ρητορ.) περιγραφική ικανότητα … Dictionary of Greek
εἰδοποιίας — εἰδοποιΐᾱς , εἰδοποιία formation fem acc pl εἰδοποιΐᾱς , εἰδοποιία formation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιίαν — εἰδοποιΐᾱν , εἰδοποιία formation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏԵՍԱԿԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0866 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. εἱδοποιΐα efformatio. Տեսակագործելն. եւ տեսակագործեալ իրք. կատարողութիւն. կատարելութիւն. *Որքան ինչ բարւովն՝ անտեսակացն է գերունակականի տեսակագործութեան. Դիոն. ածայ.: *Տեսակ ասի (յիսուս)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εἰδοποιίαις — εἰδοποιΐαις , εἰδοποιία formation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)